- φραγκοφάσουλο
- το, Νβοτ. είδος φασολιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < φραγκο- (βλ. λ. Φράγκος) + φασόλι / φασούλι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φραγκοφάσουλο — το είδος φασουλιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)